Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καλογριανὰ Καρδίτσης τὸ 1550. Ἦταν γόνος οἰκογένειας ποὺ ἀνέδειξε πολλοὺς κληρικούς. Πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεὺς Θεόδωρος, μητέρα του ἡ Χρυσάφη, ἡ ὁποία, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἔγινε μοναχή. Ἀδελφοί του ἦταν ὁ Ἰωάσαφ, ἐπίσκοπος Σταγῶν, ὁ Μάρκος, ἐπίσκοπος Δημητριάδος καὶ οἱ ἱερομόναχοι, Ἀθανάσιος καὶ Παχώμιος.
Τὰ πρῶτα γράμματα ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Ἰωάσαφ στὴν Ἐπισκοπὴ Σταγῶν. Στὴ συνέχεια ἐμαθήτευσε σὲ σχολεῖο ἐγκυκλίου παιδεύσεως στὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐδίδασκαν διδάσκαλοι ὀνομαστοὶ καὶ ἐνάρετοι. Παρακολούθησε μαθήματα «γραμματικά, ποιητικὰ καὶ ρητορικά, προστάξει καὶ προθυμίᾳ τοῦ πανιερωτάτου μητροπολίτου Λαρίσης Ἱερεμίου».
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκεῖ μαθητείας του ἐκάρη μοναχός. «Οὗτος οὖν Ἀποστόλης ὄνομα, Ἀρσένιος μοναχός ἐκλήθη· καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας… ἐχειροτονήθη διάκονος».
Μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἱερεμία ὡς πατριάρχη καὶ τὴ διάλυση τοῦ σχολείου, ὁ Ἀρσένιος ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὴν Ἐπισκοπὴ Σταγῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐμόνασε στὴ μονὴ Δουσίκου, ὅπου καὶ ἐχειροτονήθη ἱερεύς.
Ὁ πατριάρχης Ἱερεμίας τὸν ἐκάλεσε στὴν Κων/πολη καὶ τὸν ἐτοποθέτησε ἐφημέριο τῆς ἐκκλησίας τῆς Παμμακαρίστου. Τότε παρακολούθησε μαθήματα διδασκάλων τῆς σχολῆς τοῦ Πατριαρχείου. Στὶς 21 Φεβρουαρίου 1584 τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο «Ἐλασσῶνος καὶ Δομηνίκου» «ψήφἴω καὶ μαρτυρίᾳ τῶν ἀρχιερέων». Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος μετέβη στὴν ἕδρα του, στὴν Ἐλασσῶνα, διαδεχθεὶς τὸν ἀποθανόντα Γρηγόριο.
Ἐν τἴῶ μεταξὺ ὁ Ἱερεμίας ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, φυλακίσθηκε καὶ ἐξορίσθηκε, ἐνῶ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ Θεόληπτος. Τότε μετακλήθηκε καὶ ὁ ἅγιος Ἀρσένιος στὴν Κων/πολη μαζὶ μὲ ἄλλους ἀρχιερεῖς, λίγο δὲ μετὰ τὴν ἄφιξή του ἀνεχώρησε γιὰ τὴ Μόσχα ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος, ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἀποστολῆς πρὸς τὸν τσάρο τῆς Ρωσίας Θεόδωρο. Στὴ Μόσχα ἔγινε δεκτὴ ἡ ἀποστολὴ μὲ μεγάλη χαρά.
Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς ἔφερε τὸν ἅγιο Ἀρσένιο στὴν οὐκρανική πόλη Λβώφ (Λεόπολη), ὅπου ὑπῆρχε μεγάλη καὶ ἀνθηρὴ ἑλληνικὴ παροικία. Οἱ ὀρθόδοξοι κάτοικοι τῆς πόλης, γηγενεῖς καὶ Ἕλληνες, ἀντιμετώπιζαν ὀξύτατα προβλήματα: τὴ δράση τῶν καθολικῶν καὶ τῶν προτεσταντῶν, τὴν πίεση ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς Πολωνίας γιὰ ἕνωση μὲ τὸν πάπα καὶ τὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τοῦ κλήρου. Ἦταν, λοιπόν, πιεστικὴ ἡ ἀνάγκη τῶν ὀρθοδόξων γιὰ ἵδρυση δικῶν τους σχολείων καὶ τυπογραφείων, γιὰ τὴ διατήρηση τῆς πίστης καὶ τὴν ἀνόρθωση τοῦ κλήρου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ζήτησαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀρσένιο νὰ μείνει μαζί τους «εἰς εὐλογίαν αὐτῶν καὶ ἐπίσκεψιν». Καὶ πράγματι, ὑπάκουσε στὶς παρακλήσεις τους καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο χρόνια, δίδαξε στὸ σχολεῖο τῆς ὀρθόδοξης ἀδελφότητος, συνέταξε πρόγραμμα λειτουργίας τοῦ σχολείου καὶ συνέγραψε ἐγχειρίδιο Γραμματικῆς τῆς Ἑλληνικῆς, ἡ ὁποία καὶ ἐκδόθηκε δίγλωσση.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Ἱερεμία στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κων/πολης, συνόδευσε τὸν πατριάρχη σὲ ταξίδι ποὺ πραγματοποίησε στὴ Μόσχα. Τότε ἱδρύθηκε καὶ τὸ πατριαρχεῖο τῆς Ρωσίας. Ἔκτοτε (1588) καὶ μέχρι τὸ 1605 ὁ ἅγιος Ἀρσένιος παρέμεινε στὴ Μόσχα. Στὰ χρόνια αὐτὰ ὑπῆρξε ὁ κύριος ὑποστηρικτὴς καὶ βοηθὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ ἔφθαναν ἐκεῖ γιὰ «ζητεία», δωρητὴς καὶ ὁ €διος πολλῶν εἰκόνων, χειρογράφων καὶ ἄλλων ἀφιερωμάτων σὲ μονές, πατριαρχεῖα καὶ ναοὺς τῆς Ἀνατολῆς.
Εἶχε πλούσια ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ὑποστήριξη ἀπὸ τὸν τσάρο Θεόδωρο. Μὲ τὰ εἰσοδήματα αὐτά: «ἔκτισεν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου κατακοσμήσας αὐτὴν… ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, κατακαλύψας σιδήρἴω λευκἴῶ». Ἔκτισε ἄλλες τέσσερις ἐκκλησίες στὴ Μόσχα, τέσσερις ἔξω ἀπ’ αὐτὴν καὶ ἐξωράϊσε δύο. Τὸ σημαντικότερο, ὅμως, εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ συμβολή του στὴν τόνωση τῶν ἑλληνορωσικῶν πολιτιστικῶν σχέσεων καὶ τὴν ἐνίσχυση τῆς αἰχμάλωτης ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Τὸ 1599 «κελεύσει τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ πατριάρχου καὶ πάσης ἀρχιερατικῆς τάξεως», ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ὀνομάσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρχαγγέλων, τοῦ καθεδρικοῦ δηλαδὴ Ναοῦ τῆς Μόσχας. Τὸν τίτλο αὐτὸ κράτησε ἐπὶ μακρόν, παράλληλα μὲ τὸν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐλασσῶνος.
Ἡ περίοδος 1605-1613 εἶναι περίοδος δοκιμασίας. Ἐκδηλώνεται ἀνταρσία κατὰ τοῦ τσάρου, ὑποκινούμενη ἀπὸ Λατινόφρονες, ἀκολουθοῦν ταραχὲς καὶ ἀναρχία. Οἱ Πολωνοὶ πῆραν τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου ὅλα τὰ εἰσοδήματα, κτήματα καὶ χρήματα. Στὰ μέσα Ὀκτωβρίου 1612 καὶ ἀφοῦ εἶχε φτάσει σὲ ἔσχατη ἔνδεια, παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο του ὁ ὅσιος Σέργιος ποὺ τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι ἐλέησε ὁ Θεὸς καὶ ἄκουσε τὶς προσευχὲς καὶ δεήσεις τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν καὶ θὰ τοὺς λυτρώσει «ἀπὸ τῆς δουλείας καὶ τυραννίδος τῶν ἀντιπάλων Λατίνων». Πράγματι, σὲ λίγες μέρες οἱ Πολωνοὶ συνθηκολόγησαν καὶ παραδόθηκαν στὶς ρωσικὲς δυνάμεις.
Τὸν Μάϊο τοῦ 1613 τοποθετήθηκε στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Τβέρης καὶ Κασίν. Τὸ 1615 ἔγινε Ἀρχιεπίσκοπος Σουσδαλίου καὶ Ταρουσίας.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς παραμονῆς του στὴ Ρωσία, ὁ ἅγιος Ἀρσένιος ἀσχολήθηκε μὲ δύο προσφιλεῖς του συνήθειες, νὰ γράφει ἐνθυμήσεις καὶ ἀφιερωματικὲς σημειώσεις σὲ χειρόγραφα καὶ νὰ ἀποστέλλει εἰκόνες καὶ ἄλλα δῶρα σὲ μονὲς καὶ πατριαρχεῖα τῆς ὑπόδουλης Ὀρθοδοξίας.
Τέτοια δῶρα του ὑπάρχουν στὴ μονὴ Δουσίκου (εἰκόνες – βεράτιο, διοριστήριο), στὸ Ναὸ τοῦ ἁγ. Γεωργίου τῆς Βενετίας (εἰκόνες, ἐγκόλπιο), στὴ Μονή τῆς Τατάρνας, στὴ μονὴ Σινᾶ, στὴ Μονὴ Βαρλαάμ (ἀσημένιος δίσκος – εἰκόνες), Μεγάλο Μετέωρο (εἰκόνες) στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μονὴ ἁγ. Νικολάου Σουσδαλίου (χειρ. σλαβικὸ Εὐαγγέλιο), Ναό τῆς Ἀναστάσεως (χειρόγραφα – κώδικες).
Ἔλαβε μέρος σὲ ἀρκετὲς συνόδους γιὰ τὴ λύση θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ζητημάτων τῶν ἐπαρχιῶν τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς κρίσης καὶ τῶν ταραχῶν, ἐπανειλημμένα διεδραμάτισε ρόλο μεσολαβητικὸ γιὰ τὴν εἰρήνευση.
Ἔγραψε: 1) Ποίημα μὲ τίτλο «Κόποι καὶ διατριβή», στὸ ὁποῖο περιγράφεται ἡ ἵδρυση τοῦ πατριαρχείου τῆς Ρωσίας. 2) Ἀπομνημονεύματα καὶ 3) Ἀκολουθία τοῦ Ρώσου ἁγ. Βασιλείου.
Τὸ 1621 ἔφυγε ἀπὸ τὴ Μόσχα καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὴν ἐπισκοπική του ἕδρα στὸ Σούσδαλ, ὅπου καὶ ἔζησε «ἐν φόβἴω Θεοῦ καὶ εὐλαβείᾳ πολλῇ καὶ θεοφιλεῖ». Κοιμήθηκε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1626, σὲ ἡλικία 76 ἐτῶν, καὶ ἐνταφιάστηκε μέσα στὸν καθεδρικὸ Ναὸ Σουσδαλίου. Νά, πῶς παρουσιάζει συνοπτικὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου ὁ Ρῶσος : «Ὡς ἄνθρωπος μεμορφωμένος… παιδαγωγὸς – γλωσσολόγος… ἁπαλὸς τὸν χαρακτῆρα, ἀγαθὸς τὴν ψυχήν, καρδίαν ἔχων τρυφεράν, πρόθυμος, εἰς πᾶν ἀγαθόν, ἀφοσιωμένος καὶ πιστὸς μέχρις αὐταπαρνήσεως εἰς τὸ ἑαυτοῦ καθῆκον ὡς Ἱεράρχου, φιλόκαλος ἐν τῇ εὐπρεπείᾳ τῶν ναῶν, ἀφειδῶς ἐλεήμων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀρσένιος ἠξιοῦτο κατὰ τὴν ζωὴν αὐτοῦ τοῦ κοινοῦ σεβασμοῦ…».
Ὅσο ζοῦσε, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἀρσένιος γνώρισε τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν Ρώσων ἡγετῶν καὶ τοῦ λαοῦ, τιμὴ ποὺ μετὰ τὸν θάνατό του αὐξήθηκε, ἐνῶ ἡ λαϊκὴ φήμη τὸν περιέβαλε μὲ τὴν α€γλη τῆς ἁγιότητος. «Ὄντως δὲ ὁ Ἀρσένιος ἕνεκα τοῦ ἁγίου αὐτοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων τοῦ λειψάνου αὐτοῦ ἐτάχθηκε ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἐν τοῖς ἁγίοις».
Ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸ 1982 κατέταξε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀρσένιο στὴ χορεία τῶν Ἁγίων, πατριαρχεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Μόσχας κυροῦ Ποιμένος. Τὸ σκήνωμα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου ἕως τὶς ἀρχές τοῦ 2006 ἦταν ἐνταφιασμένο μέσα στὸν καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Σουσδαλίου. Τὸν Μάρτιο τοῦ 2006, κατόπιν εὐλογίας τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΥ, ὕστερα ἀπὸ σχετικὸ α€τημα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλασσῶνος, τὴν σύμφωνο γνώμη τοῦ Μητροπολίτου τῆς περιοχῆς κ.κ. ΕΥΛΟΓΙΟΥ καὶ τὴν συγκατάθεση τῆς τοπικῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν, ἀφοῦ εὐπρεπίστηκαν σὲ λάρνακα ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, ἐνῶ στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς πόλεως ποὺ βρίσκεται ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ποὺ κατοικοῦσε ὁ Ἅγιος, μεταφέρθηκαν τμήματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων (ἐπιγονάτιο καὶ πόλοι ὠμοφορίου), τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων βρέθηκαν σὲ καλὴ κατάσταση καὶ εἶναι ἀξιόλογης τεχνικῆς καὶ ἀφοῦ συντηρήθηκαν τοποθετήθηκαν σὲ εἰδικὴ προθήκη.
Στὶς 8 Ἰουνίου 2006 ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν κ.κ. ΑΛΕΞΙΟΣ ἑόρτασε τὴν ἐπέτειο τῆς ἐνθρονίσεώς Του. Κατὰ τὴν πατριαρχικὴ λειτουργία στὸν ἱερὸ Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μόσχας, παρέδωσε ἐπισήμως στὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος κ.κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ, τμήματα ἐκ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου.
Στὶς 17 Ἰουνίου 2006 ἔγινε στὴν Ἐλασσῶνα ἡ ἐπίσημη ὑποδοχὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυροῦ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, Ἀρχιεπισκόπου Βλαδιμὴρ καὶ Σούσδαλ κ.κ. ΕΥΛΟΓΙΟΥ, πλειάδος Ἱεραρχῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοποθετήθηκαν στὸν νεόδμητο ἱερὸ Ναό, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὸν ἅγιο Ἀρσένιο Ἀρχιεπίσκοπο Ἐλασσῶνος, σὲ εἰδικὰ διαμορφωμένο προσκυνητάριο, πρὸς ἁγιασμὸ καὶ διηνεκῆ εὐλογία τῶν πιστῶν τῶν προστρεχόντων στὸν Ἅγιο.