ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ 2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Όλοι, αγαπητοί μου, βάζουμε κάποιες προτεραιότητες στη ζωή μας. Κυρίως πρώτη θέση κατέχουν αυτά που είναι ποιο αναγκαία. Ο άρρωστος θέλει την υγεία του, ένα άτεκνο ζευγάρι να αποκτήσει παιδιά, ο άνεργος να βρει εργασία, ο εργαζόμενος να έχει καλό μισθό, κ.λ.π.
Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, βλέπουμε έναν άνθρωπο που κι αυτός είχε μια λαχτάρα στη ζωή του. Ήθελε να δει το φως του ήλιου, από το να αισθάνεται μόνο τις ακτίνες του. Ήθελε να δει τους συνανθρώπους του, από το να ακούει μόνον τις φωνές τους. Ήθελε να ζήσει την ζωή του υπό συνθήκες φωτός και όχι σκότους. Ήταν τυφλός και ήθελε το φως του. ζητιάνευε για να ζήσει, γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του.
Αλλά ξαφνικά ακούει φωνές και ζήτησε να μάθει τι γίνεται. Του λένε ότι περνάει από την Ιεριχώ ο Χριστός. Τότε αυτός άρχισε να φωνάζει με όλη του την δύναμη, Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Και στην προτροπή κάποιων να σωπάσει, δυνατότερα φώναζε για να τον ακούσει ο Χριστός. Και πράγματι ο Χριστός πηγαίνει κοντά του και τον ρωτά γιατί φωνάζει, τι θέλει. Και ο τυφλός με την βεβαιότητα ότι ο Χριστός θα του αποκαταστήσει την όρασή του, λέει, Κύριε θέλω να δω. Και εισέπραξε από τον Κύριο το πολυτιμότερο για τη ζωή του θαύμα, λέγοντάς του ο Κύριος «ανάβλεψον η πίστη σου σέσωκέ σε».
Τόσο απλά και τόσο γρήγορα ο τυφλός έζησε το προσωπικό του θαύμα. Τι προηγήθηκε όμως; Η κραυγή αυτή του ανθρώπου. Η ικεσία του, η πίστη του, η βεβαιότητα για το ποιος είναι ο Χριστός. Δεν αμφέβαλε ότι μπορεί να θεραπευτεί, γιατί έβλεπε, παρόλο που ήταν τυφλός σωματικά, έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του. Αναγνώρισε τον Μεσσία. Ομολόγησε τον Μεσσία. Μέσα στην δυστυχία του, ποτέ δεν απελπίστηκε, δέχτηκε το πρόβλημα που είχε, χωρίς να γογγύζει, και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες σε άλλους.
Ίσως αν δεν περνούσε ο Κύριος από την πόλη του να μην έβλεπε ποτέ το φως του ήλιου, αλλά τώρα που βλέπει, όχι μόνον τον αισθητό, αλλά και τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης.
Καλούμαστε όλοι μας να διακρίνουμε τον δημιουργό μας. Τον δημιουργό που μας έδωσε τη ζωή και τον δημιουργό που έρχεται να αποκαταστήσει κάποιες σωματικές βλάβες για να μας δείξει ότι υπάρχει, δεν μας εγκατέλειψε, και σίγουρα κάποια στιγμή της ζωής μας εισπράξαμε το έλεος του Θεού και κάποιο θαύμα Του.
Και αυτό γίνεται όταν έχουμε πίστη στο Θεό και εμπιστοσύνη. Όταν δεν γογγύζουμε, αλλά επιμένουμε στο αίτημά μας. Όταν δεν επιρρίπτομαι τις ευθύνες, αλλά σηκώνουμε το βάρος της όποιας δοκιμασίας. Τότε έρχεται ο Χριστός και παίρνει από επάνω μας αυτό το οποίο μας δεσμεύει και μας καθηλώνει να ζούμε σε διαφορετικές συνθήκες απ’ ότι ένας υγιείς συνάνθρωπό μας.
Χρειάζεται πίστη, εμπιστοσύνη, κάποιες φορές χωρίς να περιμένουμε κάτι από τον Θεό, έχοντας την βεβαιότητα πως αφού πάσχουμε, το επιτρέπει ο Θεός για το συμφέρον της σωτηρίας της ψυχής μας. Κι όταν γίνει το θαύμα, να μην είμαστε μόνον δέκτες, αλλά και ομολογητές. Να ομολογούμε τα θαυμάσια του Θεού, όχι με έπαρση για να εισπράττουμε επαίνους, αλλά με ταπείνωση για να δείξουμε το έλεος του Θεού και ότι είναι παρόν και δεν μας εγκαταλείπει, και πως πρέπει να έχουμε την ελπίδα κάποιας προσωπικής συναντήσεως μαζί Του.
Γιατί όταν γίνεται το θαύμα, εκεί γίνεται η συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό. Εκεί ο Θεός ακούει το δικό μας αίτημα και το πραγματοποιεί. Εκεί έρχεται ο Θεός και αγγίζει την καρδιά μας. έρχεται ο Θεός και μας ρωτά τι θέλουμε, χωρίς να παραβιάζει την ελευθερία μας. και τότε κάνει το θαύμα. Το θαύμα το οποίο είναι συμφέρον για την ψυχή μας. Το θαύμα το οποίο γίνεται διδακτικό για αυτούς που θα το δουν ή θα το ακούσουν.
Ο τυφλός του Ευαγγελίου δεν έβλεπε το φως του ήλιου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να διακρίνει το άλλο Φως. Το φως του Χριστού.
Αυτό το Φως κι εμείς, αγαπητοί μου, καλούμαστε να ακολουθήσομε και να διακρίνουμε. Το Φως που θα φωτίσει το πνευματικό σκοτάδι. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε, «Κύριε φώτισόν μου το σκότος», και αξιώθηκε να γίνει μέτοχος του Ακτίστου Φωτός.
Αυτό όλοι επιθυμούμε, να δούμε το φως του Χριστού, να λουστούμε από το Άκτιστο Φως, το Φως που θα φωτίζει την ζωή μας και τα έργα μας. Αμήν.