Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, αγαπητοί μου,μία γυναίκα υπέφερε. Δεν μπορούσε να ορθώσει το ανάστημά της. Ήταν καταδικασμένη να περπατά διπλωμένη στα δύο και να κοιτάζει μόνον τη γη.
Ήταν συγκύπτουσα. Δεν αναφέρεται με το όνομά της, αλλά με το πρόβλημα της ασθένειάς της. Κι όμως αν προσέξουμε προσεκτικά την περικοπή, θα διαπιστώσουμε πως ο Κύριος την αποκαλεί παιδί του Αβραάμ. Γιατί το θέμα που είχε με την υγεία της, δεν έγινε αιτία να απομακρυνθεί και να γογγύσει εναντίον του Θεού, απεναντίας, ήταν πάντα παρόν στη συναγωγή και άκουγε προσεκτικά τα διδάγματα από τους ιερείς του Ναού. Και αν προσέξουμε δεν ζητά ο Χριστός πίστη από αυτή τη γυναίκα, διότι την είχε. Γι’αυτό και την θεραπεύει αμέσως. Η θεραπεία της ήταν ο καρπός της πίστεώς της,της υπομονής της, της προσευχής της, του εκκλησιασμού της, και της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Χριστού.
Αλλά τι συνέβη; Ο αρχισυνάγωγος βλέποντας το θαύμα, αντί να δοξάσει τον Θεό, άσκησε έντονη κριτική στον Χριστό, πως παραβίασε την ημέρα του Σαββάτου, κάνοντας αυτήν την θεραπεία – ευεργεσία προς την γυναίκα.
Είναι άλλωστε γνωστό πως οι νομοδιδάσκαλοι της εποχής εκείνης, εφάρμοζαν τον Νόμο με πλήρη προσήλωση. Δεν έβλεπαν την ουσία αλλά τον τύπο. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο, αλλά απαιτούσαν πλήρη υπακοή στους νόμους, αγνοώντας τις ανάγκες του.
Στην παρατήρηση του αρχυσυναγώγου, ο Χριστός, αναφέρει μια διεργασία που κάνουν όλοι καθημερινά, ακόμη και την ημέρα του Σαββάτου. Εσείς, τους λέει, που λέτε ότι δεν επιτρέπεται να γίνεται καμία εργασία το Σάββατο, δεν λύνεται τα ζώα σας από το παχνί, κατά την ημέρα αυτή, για να πάτε να τα ποτίσετε; Έτσι και αυτή η γυναίκα που βασανιζόταν δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να θεραπευτεί γιατί είναι Σάββατο;
Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου διαβάζουμε τον λόγο του Κυρίου, «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο» (Μάρκ. β΄, 27).
Ήθελε ο Χριστός να τους δήξει και να τους διδάξει, πως πέρα από τα πνευματικά, πέρα από την ημέρα της αφιερώσεως στον Θεό, είναι και οι εργασίες που πρέπει να γίνονται ανελλιπώς, για να μπορέσει ο άνθρωπος να συνυπάρξει με τον συνάνθρωπό του, να συνυπάρξει με τη φύση και με όλα όσα δημιούργησε ο Θεός.
Αν έχουμε τη διάκριση και διαχωρίζουμε τα αναγκαία από τα μη αναγκαία που πρέπει να γίνονται, τότε κάποια από αυτά ως δευτερεύοντα μπορούμε να τα μεταφέρουμε και να τα πραγματοποιήσουμε μιαν άλλη ημέρα, από την ημέρα αυτή του Κυρίου. Μην γινόμαστε όμως τυπολάτρες. Μην πέφτουμε σ’ αυτήν την κατάσταση, που τηρώντας τον Νόμο ήδη τον έχουμε παραβεί, διότι λείπει η θυσιαστική αγάπη και προσφορά στον συνάνθρωπο, με αποτέλεσμα να απομακρυνόμαστε και από τον Θεό.
Λέμε ότι τηρούμε κι εμείς σήμερα τις εντολές του Θεού, αλλά ας κάνουμε ένα απλό πράγμα. Να απαγγείλουμε την Κυριακή προσευχή, το γνωστό σε όλους «Πάτερ ημών…», αν όχι μπροστά στον καθρέπτη για τον εαυτό μας, μπροστά στον συνάνθρωπό μας. Είναι απλό θα πείτε, αλλά πράγματι είναι πολύ δύσκολο, γιατί θα πρέπει να αγγίξει την καρδιά μας.
Εάν δεν την αγγίξει, τότε σίγουρα πάσχουμε πνευματικά. Θα καταλάβουμε ότι στερούμαστε από αγάπη, κι ας λέμε ότι έχουμε. Εάν πάλι πειστούμε ότι όλα πάνε καλά, τότε πέφτουμε στην παγίδα του διαβόλου. Τότε γινόμαστε σαν τους υποκριτές που δεν βλέπουν την πραγματικότητα, αλλά δημιουργούν έναν ψεύτικο κόσμο γύρω τους, που συμπεριλαμβάνονται μέσα σ’ αυτόν και συμβιβάζονται.
Για να γνωρίσει ο καθένας από εμάς, αγαπητοί μου, τον εαυτό του, πρέπει να γνωρίσει τις ανάγκες του συνανθρώπου του. Να τον ανεχτεί, να τον αγαπήσει, να θυσιαστεί. Τότε δεν θα μας δεσμεύει καμιά ημέρα, ούτε και χρόνος, ούτε και ώρα, γιατί κάθε στιγμή θα είναι του Θεού, που τον γνωρίζουμε δια μέσω των συνανθρώπων μας.
Ας κρατήσουμε την πίστη μας απλή. Με τον Εκκλησιασμό, την μελέτη και την ακρόαση των Ιερών Γραφών, με τη συμμετοχή μας στα Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Και τότε ο καθένας θα ζήσει το προσωπικό του θαύμα. Το οποίο και ευχόμαστε. Αμήν.