Ὁ Ἱερομόναχος Διονύσιος (κατά κόσμον Δημήτριος Ἀκρίβος) καταγόταν ἀπό τήν περιοχή Ἀσπροποτάμου Τρικάλων. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στόν Τύρναβο χωρίς νά ἔχουν παιδιά. Ἐκεί ὕστερα ἀπὸ πολλὲς θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις πρὸς τὴν Παναγία, ἀπέκτησαν τὸν Δημήτριο καὶ ἔταξαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν Παναγία. Σὲ ἡλικία 8 ἐτῶν τὸν ὁδήγησαν στὴν Ὀλυμπιώτισσα τὴν ὁποία ὑπηρετοῦσε μὲ ὑπακοὴ καὶ ζῆλο μέχρι ποὺ ἐνηλικιώθηκε καὶ ἔγινε ἱερομόναχος παίρνοντας τὸ ὄνομα Διονύσιος.
Τὸ 1720 τὸν προσκάλεσαν Ἕλληνες παματευτὲς στὸ Κετσεμὲτ τῆς Οὐγγαρίας, ὅπου ὑπηρέτησε τὴν παροικία ὡς ἐφημέριος. Ὕστερα ἀπὸ 15 χρόνια ἀποδημίας ἐπέστρεψε στὴν Ἐλασσώνα ἀφοῦ ἄφησε στοὺς ἀποδήμους τὶς καλύτερες ἐντυπώσεις. Ὅλες του τὶς οἰκονομίες ἀπὸ τὴν Οὐγγαρία ὁ Διονύσιος τὶς διέθεσε γιὰ τὸ μοναστήρι τῆς Ὀλυμπιωτίσσης, χρήματα βιβλία καὶ ἀντικείμενα.
Τὸ 1739 ὁ Διονύσιος εἶναι πλέον ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Στὴ διοίκηση τῆς Μονῆς ὁ Διονύσιος ἦταν ὑποδειγματικός. Ἐκμεταλλεύτηκε τὴν πείρα καὶ τὴ μόρφωσή του γιὰ τὴν καλύτερη ἀξιοποίηση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τὴ συνετὴ διαχείρηση καὶ τὴν ἐπαύξησή της. Ἀσκοῦσε τὴ φιλανθρωπία χωρὶς διάκριση θρησκείας ἢ ἐθνικότητος. Ὅλα αὐτὰ συνδυαζόταν καὶ μὲ τὰ πολλὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ Διονυσίου. Τὰ μαρτυροῦν τὰ βιβλία ποὺ σώθηκαν στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς καὶ ἀφοροῦσαν τὴν ἰατρική, Θεολογία, Ἑβραϊκά, Λατινικά, παιδαγωγικὰ καὶ στὴν Ἑλληνικὴ Γλώσσα. Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀσχολήθηκε μὲ τὴ θεραπευτικὴ γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «ἰατρό». Ἀφιλοκερδῶς προσέφερε ὑπηρεσίες σὲ Ἕλληνες καὶ τούρκους ἁπλοὺς καὶ ἀξιωματούχους, θεραπεύοντας μὲ βότανα διάφορες ἀσθένειες. Ὁ Διονύσιος μὲ τὴν πίστη ποὺ τὸν διέκρινε καὶ τὴν ἀσκητική του ζωὴ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ καὶ θαυμαστὰ γεγονότα. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὴν 1.1.1763 ἀφοῦ ὑπηρέτησε πιστὰ διὰ βίου τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Ὀλυμπιωτίσσης.