Ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος γεννήθηκε τὸ 1737 στὸ ὀρεινὸ Λιβάδι τῆς Ἐλασσῶνος ἀπὸ φτωχὴ οἰκογένεια. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Τὰ πρῶτα τοῦ γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του καὶ ἀπὸ μικρὸς ἀγάπησε τὴν ἐκκλησία. Ἀναζητώντας μία καλλίτερη τύχη ἀναχώρησε γιὰ τὴν πλούσια κωμόπολη τῆς Τσαριτσάνης ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόταν στὴν ἄνθηση τῶν γραμμάτων, τῶν τεχνῶν καὶ τοῦ ἐμπορίου καθιστώντας τὴν, γιὰ τὴν δύσκολη ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας μία ἀπὸ τὶς πλουσιότερες καὶ οἰκονομικᾶ ἀναπτυγμένες πόλεις τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ ὁ Ἄνθιμος ἐργάστηκε μὲ τιμιότητα καὶ προθυμία σὲ ἕνα παντοπωλεῖο. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐπισκέφτηκε καὶ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὀλυμπιώτισσας γιὰ ἐργασία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ἀφεντικό του. Στὸν χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ ἔνιωσε γιὰ πρώτη φορᾶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀσφάλεια καὶ γαλήνη στὴν καρδιὰ τοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν καλοσύνη καὶ φιλοξενία τῶν πατέρων τῆς Μονῆς. Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας τοῦ ὁ δεκαεξάχρονος Ἄνθιμος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Ὀλυμπιωτίσσης ὅπου μετὰ ἀπὸ δοκιμαστικὴ περίοδο στὸν μοναχικὸ βίο ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος. Ἀποφασιστικῆς σημασίας γιὰ τὴν πνευματική του ἐξέλιξη στάθηκε ἡ γνωριμία του μὲ τὸν ἀξιόλογο ἐνάρετο καὶ μορφωμένο ἱερομόναχο καὶ κατοπινὸ ἡγούμενο Διονύσιο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ πνευματικός του πατέρας καὶ τὸν βοήθησε ἠθικὰ καὶ ὑλικὰ στὶς μετέπειτα σπουδές του. Ὁ Ἄνθιμος φοίτησε ἀρχικὰ σὲ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας στὴν Κοζάνη καὶ τὴν Σιάτιστα. Κατόπιν μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντός του Διονυσίου μεταβαίνει στὸ ἅγιον Ὅρος στὴν Ἀθωνιάδα σχολή. Σχολάρχης τῆς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶναι ὁ «ἐλλογιμώτατος ἐν διδασκάλοις» κληρικὸς Εὐγένιος Βούλγαρης. Κοντὰ στὸν φωτισμένο αὐτὸ κληρικὸ καὶ διδάσκαλο καὶ ἄλλους σοφοὺς καὶ ἐνάρετους διδασκάλους μαθήτευσε ὁ Ἄνθιμος καὶ ὁλοκλήρωσε τὸν κύκλο σπουδῶν του. Ἐκεῖ σπούδασε « λογικά, μαθηματικά, φυσικά, γεωμετρικά, ἀριθμητικά, ρητορικά, ἀστρονομικὰ καὶ θεολογικὰ γράμματα..». Ὁ Ἄνθιμος μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν τοῦ ὑπηρέτησε ἀρχικὰ ὡς ἐφημέριος καὶ διδάσκαλος τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς, στὸ Κετσκεμὲτ καὶ Μίσκολ τῆς Οὐγγαρίας, καὶ στὴν ὀρθόδοξη κοινότητα τῆς Βιέννης. Ὁ γενικὸς ἀπολογισμὸς τῆς παρουσίας του στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη ἦταν πλούσιος. Ἐργάσθηκε δεκαέξι χρόνια μὲ ζῆλο καὶ ὑπομονή, ἀγωνίστηκε, δίδαξε καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀναγνώρισαν καὶ τίμησαν τὴν προσφορά του.